- ντουγρού
- ντουγρού και ντογρού επίρρ. τροπ., ίσια: Τραβάει ντογρού για το σπίτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ντουγρού — επίρρ. βλ. ντογρού … Dictionary of Greek
ντογρού — και ντουγρού επίρρ. 1. τοπ. κατευθείαν, χωρίς λοξοδρομήσεις, ίσια («πας ντουγρού τον δρόμο σου σαν τ άλογο το ζεμένο, με τα παραμαγούλα στα μάτια», Ρώτας) 2. χρον. γρήγορα, αμέσως, ευθύς 3. (τροπ.) απερίφραστα, χωρίς περιστροφές («μπήκε ντουγρού… … Dictionary of Greek